- ἀνέτρεψα
- ἀνατρέπωoverturnaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανατρέπω — ανατρέπω, ανέτρεψα (σπάν. ανάτρεψα) βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής